1 υπόγειος
υπόγειος (ηλεκτρικός) σιδηρόδρομος — подземная железная дорога, метрополитен;
υπόγειος πλούτος — подземные богатства;
υπόγειες δοκιμές — подземные испытания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπόγειος